Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διεγείρω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεγείρω [δiejíro] -ομαι Ρ (βλ. εγείρω) μππ. διεγερμένος : προκαλώ μια αντίδραση. 1. για ερέθισμα που ενεργοποιεί μια φυσική ή νοητική λειτουργία η οποία βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση ή σε αδράνεια: Ο εγκέφαλος διεγείρεται μέσο των αισθητήριων οργάνων. Οσμές που διεγείρουν την όρεξη. H καφεΐνη διεγείρει το νευρικό σύστημα. Παραστάσεις που διεγείρουν το ενδιαφέρον / τη φαντασία. 2. (υπ. έμψ.) με τη συμπεριφορά μου ή με τα μέσα που χρησιμοποιώ προκαλώ ή κάνω πιο έντονο ένα συναίσθημα ή μια ψυχική κατάσταση: Είχε την ικανότητα να διεγείρει τα πλήθη, να προκαλεί τον ενθουσιασμό τους. Mε εμπρηστικά συνθήματα διεγείρει τον όχλο, τον εξωθεί σε βιαιότητες. 3. (ειδικότ.) προκαλώ ή αυξάνω τη σεξουαλική επιθυμία κάποιου: H παρουσία της διεγείρει τους άντρες. Διεγείρεται εύκολα. Ορισμένες φυτικές ουσίες λέγεται ότι διεγείρουν.

[λόγ.: 1: ελνστ. διεγείρω· 2, 3: σημδ. γαλλ. exciter]

[Λεξικό Κριαρά]
διεγείρω· διηγείρω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Σηκώνω κάπ.:
        • (Ιερακοσ. 51111
      • β) ξεσηκώνω, εξεγείρω:
        • διεγείρεις τον σον αδελφόν κατά του Μουσταφά (Δούκ. 21515
      • γ) παρακινώ, παροτρύνω:
        • ο είς τον έτερον διεγείρει (Χειλά, Χρον. 348).
    • 2) (Προκ. για πόλεμο) υποκινώ:
      • (Ιστ. Βλαχ. 705).
    • 3) (Προκ. για όρεξη) προκαλώ:
      • (Ιερακοσ. 50130).
  • II. (Μέσ.) σηκώνομαι:
    • Γοργόν δέ διεγείρεται, πηδά, καβαλικεύει (Διγ. Z 3117).

[αρχ. διεγείρω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες