Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διδαχή η [δiδaxí] Ο29 : διδασκαλία θρησκευτικού ή ηθικού περιεχομένου: Οι διδαχές του Ευαγγελίου / του Kοσμά του Aιτωλού. Kράτησε με θρησκευτική ευλάβεια τις διδαχές του πατέρα του.
[λόγ. < αρχ. διδαχή]
[Λεξικό Κριαρά]
- διδαχή η.
-
- 1)
- α) Διδασκαλία:
- γράμματα και διδαχήν (Συναξ. γαδ. 249)·
- β) κήρυγμα του θείου λόγου:
- εποίει διδαχάς επ’ άμβωνος (Ιστ. πολιτ. 5815)·
- γ) υπόδειξη, καθοδήγηση, συμβουλή:
- με κλάηματα την διδαχήν πληρώνει (Ιμπ. 216).
- α) Διδασκαλία:
- 2) Δίδαγμα, παράδειγμα:
- κάτοπτρον και διδαχή γενέσθωσαν (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 843).
- 3) Σύνολο θρησκευτικών και ηθικών κανόνων:
- ημείς δε τας διδαχάς αλίσκομεν (Φυσιολ. (Legr.) 147).
[αρχ. ουσ. διδαχή. Η λ. και σήμ.]
- 1)