Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διδασκαλείο το [δiδaskalío] Ο39 : σχολή για τη μετεκπαίδευση δασκάλων ή καθηγητών και παλαιότερα για την εκπαίδευση δασκάλων.
[λόγ. < αρχ. διδασκαλεῖον `σχολείο΄ (με σφαλερή επέκτ. της σημ.) σημδ. γαλλ. école normale primaire]
[Λεξικό Κριαρά]
- διδασκαλείον το· δασκαλειόν.
-
- Σχολείο:
- (Ιμπ. (Legr.) 1012).
[αρχ. ουσ. διδασκαλείον. Ο τ. στο Somav. (λ. διδασκαλείον) και σήμ. ιδιωμ. (‑ό, ΙΛ). Η λ. (‑ο) στο Βλάχ. και σήμ.]
- Σχολείο: