Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διδασκαλία η [δiδaskalía] Ο25 : 1α. εκπαιδευτική διαδικασία με την οποία γίνεται η μετάδοση γνώσεων, κυρίως από το δάσκαλο στο μαθητή: Θα καθιερωθεί / εισαχθεί η ~ της πληροφορικής στα σχολεία. Σκοπός και μέθοδος της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών / των μαθηματικών. || νουθεσία. (έκφρ.) άρχισε πάλι τις διδασκαλίες / να αφήσεις τις διδασκαλίες, κουραστικές ή και άχρηστες συμβουλές. || μέθοδος, τρόπος διδασκαλίας: H ~ του γοήτευε τους μαθητές του. β. ~ ενός θεατρικού έργου, προετοιμασία για την παράσταση ενός έργου, κυρίως αρχαίου δράματος. 2. το σύνολο των θέσεων που πρεσβεύει μια θρησκεία ή ένα φιλοσοφικό σύστημα: H χριστιανική ~ / η ~ του Xριστού. H ~ του Σωκράτη.
[λόγ. < αρχ. διδασκαλία]
[Λεξικό Κριαρά]
- διδασκαλία η· δασκαλιά· διδασκαλιά.
-
- 1)
- α) Διδαχή, διδασκαλία:
- (Λίμπον. 111)·
- β) υπόδειξη, συμβουλή, καθοδήγηση:
- φυλάξετε … των παλαιών τες χάριτες που ήσαν διδασκαλίες (Λίμπον. Επίλ. 96).
- α) Διδαχή, διδασκαλία:
- 2) Ανατροφή, μόρφωση …
- καλής διδασκαλίας (Χρον. Τόκκων 3402).
[αρχ. ουσ. διδασκαλία. Η λ. και σήμ.]
- 1)