Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διδασκάλισσα η· δασκάλισσα.
-
- Μαστόρισσα, δασκάλα:
- παλιά δασκάλισσα στην τέχνη αυτή λογούμαι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [752]).
[<ουσ. διδάσκαλος + κατάλ. ‑ισσα. Η λ. (Meursius) και ο τ. (Somav.) και σήμ.]
- Μαστόρισσα, δασκάλα: