Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διδακτισμός ο [δiδaktizmós] Ο17 : τάση που χαρακτηρίζει αυτόν που θέλει να θέτει στους άλλους αυστηρούς και άκαμπτους κανόνες συμπεριφοράς: Ποίηση / λογοτεχνία με έντονο / με ανυπόφορο διδακτισμό.
[λόγ. < γαλλ. didactisme < didact(ique) = διδακτ(ική) -isme = -ισμός]