Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διδάσκω [δiδásko] -ομαι Ρ3 : 1. μεταδίδω γνώσεις σε κπ., κυρίως για δάσκαλο ή για καθηγητή που ακολουθώντας μια διδακτική μέθοδο μεταδίδει σε μαθητή συστηματοποιημένες γνώσεις από έναν τομέα της επιστήμης ή της τέχνης: ~ ιστορία / φυσική στο γυμνάσιο / στην τρίτη τάξη του λυκείου. Δίδαξε τους μαθητές της πρώτης τάξης το μάθημα της ιστορίας / ιστορία. Tα λατινικά δε διδάσκονται στο γυμνάσιο. Οι μαθητές δε διδάχτηκαν όλη την ύλη. Εξετάστηκαν σε διδαγμένη ύλη. ANT αδίδακτη. || Δίδαξε πολλά χρόνια σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, εργάστηκε ως εκπαιδευτικός. (απαρχ. έκφρ.) γηράσκω* αεί διδασκόμενος. ΠAΡ Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις, για κπ. που ενώ υποδεικνύει στους άλλους τι πρέπει να κάνουν, ο ίδιος κάνει το εντελώς αντίθετο. || (μπε. ως ουσ.) οι διδασκόμενοι, μαθητές, φοιτητές, σπουδαστές. 2. δίνω ένα δίδαγμα. α. αναπτύσσω μια ηθική ή φιλοσοφική θεωρία ή κηρύσσω θρησκευτικές αρχές: Ο Xριστός δίδαξε την αγάπη. Ο Σωκράτης δίδαξε την αυτογνωσία. β. νουθετώ, δίνω σε κπ. συμβουλές που είναι καταστάλαγμα της πείρας μου: Οι γονείς μου μου δίδαξαν ότι πρέπει να αγωνίζομαι στη ζωή. || (με αφηρ. ουσ.) για κτ. από το οποίο μπορούμε να πάρουμε διδακτικά παραδείγματα ή εμπειρίες: H ιστορία μάς διδάσκει ότι χωρίς εθνική ενότητα δεν κερδίζουμε την ανεξαρτησία μας. Πολλά μου δίδαξε η ζωή. Δε διδάχτηκε από τα σφάλματά του. 3. προετοιμάζω και ανεβάζω στη σκηνή ένα θεατρικό έργο, κυρίως αρχαίο δράμα.
[λόγ. < αρχ. διδάσκω]
[Λεξικό Κριαρά]
- διδάσκω.
-
- 1)
- α) Διδάσκω κάπ., μαθαίνω σε κάπ. κ.:
- (Θρ. Κων/π. B 47)·
- β) διδάσκω, κατηχώ κάπ. (σε μια θρησκεία):
- (Διγ. O 565).
- α) Διδάσκω κάπ., μαθαίνω σε κάπ. κ.:
- 2) Αναφέρω, μνημονεύω:
- τώρα να σας διδάξομεν τα δικαιώματα τους εγγυτάδες (Ασσίζ. 30915).
- 3) Εξηγώ:
- τίμιε πάτερ, δίδαξόν με (Πτωχολ. α 781).
- 4) Εξιστορώ, διηγούμαι, λέγω:
- διδάξω σε άπαντα τα κατ’ εμέ ως έχουν (Διγ. Gr. 3109).
- 5) Κηρύττω:
- Εδίδασκε γαρ καθεκάστην επί άμβωνος (Έκθ. χρον. 4519).
- 6) Αποκαλύπτω, φανερώνω:
- Έλεγε δε αυτῴ … ίνα … διδάξῃ των τόπων τας οδούς (Ιστ. πολιτ. 7522).
[αρχ. διδάσκω. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διδάσκων -ουσα -ον [δiδáskon] Ε12 : (λόγ., κυρ. ως ουσ.) αυτός που διδάσκει, δάσκαλος ή καθηγητής: Διδάσκοντες και διδασκόμενοι συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία.
[λόγ. μεε. του ρ. διδάσκω]