Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διβολίζω [δivolízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) οργώνω για δεύτερη φορά.
[ελνστ. διβολ(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. διβολησ-]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ελνστ. διβολ(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. διβολησ-]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |