Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διβάρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διβάρι το [δivári] & βιβάρι το [vivári] Ο44 : (λαϊκότρ.) ιχθυοτροφείο.

[βι-: μσν. βιβάρι(ον) < λατ. vivari(um) -ον· δι-: ανομ. [v-v > δ-v] ]

[Λεξικό Κριαρά]
διβάρι το,
βλ. βιβάρι(ο)ν.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες