Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαχωρισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαχωρισμός ο [δiaxorizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαχωρίζω: Yποστηρίζει ότι πρέπει να γίνει ~ της εκκλησίας από το κράτος. Δεν υπάρχει πλέον σαφής ~ των κοινωνικών τάξεων.

[λόγ. < ελνστ. διαχωρισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες