Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαχωρισμός ο [δiaxorizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαχωρίζω: Yποστηρίζει ότι πρέπει να γίνει ~ της εκκλησίας από το κράτος. Δεν υπάρχει πλέον σαφής ~ των κοινωνικών τάξεων.
[λόγ. < ελνστ. διαχωρισμός]