Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαχωρίζω [δiaxorízo] -ομαι Ρ2.1 : (συνήθ. με αφηρ. ουσ.) χωρίζω κτ. από κτ. άλλο, του δίνω μια ξεχωριστή υπόσταση: Πρέπει να διαχωριστούν τα όρια δικαιοδοσίας των δύο υπηρεσιών. ~ τη θέση μου, δηλώνω ότι δε συμφωνώ με την άποψη ή με τις ενέργειες κάποιου άλλου.
[λόγ. < αρχ. διαχωρίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαχωρίζω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Αποχωρίζω, ξεχωρίζω:
- (Βίος Αλ. 4490).
- 2) Ξεχωρίζω κάπ. λόγω υπεροχής, διακρίνω κάπ.:
- ο λογαριασμός είναι που διαχωρίζει το ζο απού τον άνθρωπο (Ερωτόκρ. Α´ 1215).
- 3) Διαλευκαίνω, επεξηγώ:
- ρωτώ σε … και άμαν το ξεύρεις … να το διαχωρίσεις (Πικατ. 389).
- 1) Αποχωρίζω, ξεχωρίζω:
- Β´ (Αμτβ.) ξεχωρίζω, διακρίνομαι:
- απ’ όλα διαχωρίζει (ενν. το άστρον το Μερκούριον) (Κορων., Μπούας 152).
[αρχ. διαχωρίζω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.