Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαχυτικότητα η [δiaxitikótita] Ο28 : α. η ιδιότητα του διαχυτικού: H διαχυτικότητά του τον κάνει πολύ αγαπητό. Mας δέχτηκε με μεγάλη ~. β. εκδηλώσεις διαχυτικότητας: Άρχισε τις διαχυτικότητες σαν να είμαστε παλιοί φίλοι.
[λόγ. διαχυτικ(ός) -ότης > ότητα]