Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαχειριστικός -ή -ό [δiaxiristikós] Ε1 : που έχει σχέση: α. με τη διαχείριση1: ~ έλεγχος. Διαχειριστικές ανωμαλίες. Διαχειριστική χρήση*. β. με το διαχειριστή: Διαχειριστικές ευθύνες.
διαχειριστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. διαχειριστ(ής) -ικός (πρβ. ελνστ. τό διαχειριστικόν `εντολή, παραγγελία΄)]