Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαχειριστής ο [δiaxiristís] Ο7 θηλ. διαχειρίστρια [δiaxirístria] Ο27 : αυτός που διαχειρίζεται κτ. α. αυτός που είναι υπεύθυνος για την οικονομική διαχείριση ως εκπρόσωπος ενός φυσικού ή νομικού προσώπου: ~ χρημάτων / υλικών. Ο ~ της πολυκατοικίας, ένας από τους ενοίκους που κρατά το ταμείο. || (νομ.) ~ πτωχεύσεως. || ~ της εξουσίας, αυτός στον οποίο ο λαός ανέθεσε τη διοίκηση των κοινών υποθέσεων. β. πολιτικός υπάλληλος ή στρατιωτικός που υπηρετεί στην ειδική υπηρεσία για τη διαχείριση των υλικών: Εργάζεται ως ~ στην τράπεζα. || (στρατ.) Aξιωματικός ~. Γενικός / μερικός ~.
[λόγ. διαχειρισ- (διαχειρίζομαι) -τής· λόγ. διαχειρισ(τής) -τρια]