Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαφώτιση η [δiafótisi] Ο33 : η ενέργεια του διαφωτίζω, η σωστή και ολόπλευρη πληροφόρηση που απευθύνεται συνήθ. σε ομάδες ή σε σύνολα ανθρώπων: ~ του κοινού για την αξία της προληπτικής ιατρικής. Σεξουαλική ~ των νέων. || προπαγάνδα, των κομμουνιστικών κυρίως κομμάτων, και με επέκταση, προσπάθεια να ενημερώσει και να πείσει κανείς κπ., με τρόπο επίμονο, πιεστικό ή και παραπλανητικό: Δε χρειάζεται να μου κάνεις εμένα ~.
[λόγ. < ελνστ. διαφώτι(σις) -ση `ξεκαθάρισμα, εξήγηση΄, κατά τη σημ. του διαφωτίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαφώτιση η.
-
- Φώτιση:
- με την διαφώτισην του νου να καταπιάνεις (Φαλιέρ., Ρίμ. 261).
[μτγν. ουσ. διαφώτισις. Η λ. και σήμ.]
- Φώτιση: