Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαφυγή η [δiafijí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαφεύγω. 1. απόδραση και διάσωση: Ελέγχονται οι έξοδοι της χώρας, για να εμποδιστεί η ~ του καταζητούμενου σε γειτονικές χώρες. || (μτφ.): Δεν υπάρχει δυνατότητα / οδός διαφυγής για τον άνθρωπο που έχει εγκλωβιστεί στις σύγχρονες πόλεις. || ~ κεφαλαίων στο εξωτερικό, λαθραία εξαγωγή. 2. διαρροή, απώλεια υγρού ή αερίου από δοχείο, αγωγό κτλ.
[λόγ. < αρχ. διαφυγή]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαφυγή η.
-
- Διαφυγή, καταφυγή:
- (Ιερακοσ. 50227).
[αρχ. ουσ. διαφυγή. Η λ. και σήμ.]
- Διαφυγή, καταφυγή: