Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαφοροποίηση η [δiaforopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαφοροποιώ. α. επισήμανση διαφορών ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερα πράγματα, πρόσωπα, έννοιες, καταστάσεις: Πρέπει να γίνει μια ~ των δύο περιπτώσεων. β. εμφάνιση διαφορών ανάμεσα σε πράγματα ή σε έννοιες: Yπάρχουν διαφοροποιήσεις στις αρχικές θέσεις του. Είναι γνωστή η διαφοροποίησή του από τις θέσεις των συνεργατών του. || (βιολ.) εμφάνιση διαφορών ανάμεσα σε ομογενή κύτταρα ή ιστούς.
[λόγ. διαφοροποιη- (διαφοροποιώ) -σις > -ση]