Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διαφορικός, επίθ.
-
- 1) Που συμφέρει:
- Το κάλλιον και διαφορικόν οπού έχομεν ποιήσει (Χρον. Μορ. H 3647).
- 2) Πολύτιμος:
- δωρήματα, χαρίσματα, διαφορικά και πλείστα (Χρον. Μορ. H 2429).
- 3) Συμφερτικός, επικερδής:
- ένι διαφορική (ενν. η στράτα της Πολέου) πλέον παρά της Συρίας (Χρον. Μορ. H 506).
- 4) Ωφέλιμος, χρήσιμος:
- καλόν και διαφορικόν (Ξόμπλιν φ. 126r).
[<ουσ. διάφορον + κατάλ. ‑ικός]
- 1) Που συμφέρει:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαφορικός -ή -ό [δiaforikós] Ε1 : (επιστ.) που αναφέρεται σε διαφορές: (μαθημ.) ~ λογισμός, κλάδος των ανώτερων μαθηματικών που ασχολείται με τον υπολογισμό του διαφορικού μιας συνάρτησης. Διαφορικές εξισώσεις, που συνδέουν μια συνάρτηση. || (ιατρ.) Διαφορική διάγνωση, που γίνεται με τον αποκλεισμό άλλων νόσων που έχουν τα ίδια συμπτώματα. || (ως ουσ.) το διαφορικό*.
[λόγ. διαφορ(ά) -ικός μτφρδ. γαλλ. différentiel]