Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαφορικό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφορικό το [δiaforikó] Ο38 : 1. (τεχν.) μηχανισμός που τοποθετείται στο σύστημα μετάδοσης της κίνησης στα αυτοκίνητα και που επιτρέπει στους τροχούς να παίρνουν διαφορετικό αριθμό στροφών, όταν βρεθούν σε στροφή ή σε ανώμαλο δρόμο. 2. (μαθημ.) η ελάχιστη αύξηση μιας μεταβλητής ποσότητας ή το γινόμενο του τετραγώνου της παραγώγου μιας συνάρτησης με την ανεξάρτητη μεταβλητή της.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. διαφορικός σημδ. γαλλ. différentiel]

[Λεξικό Κριαρά]
διαφορικός, επίθ.
  • 1) Που συμφέρει:
    • Το κάλλιον και διαφορικόν οπού έχομεν ποιήσει (Χρον. Μορ. H 3647).
  • 2) Πολύτιμος:
    • δωρήματα, χαρίσματα, διαφορικά και πλείστα (Χρον. Μορ. H 2429).
  • 3) Συμφερτικός, επικερδής:
    • ένι διαφορική (ενν. η στράτα της Πολέου) πλέον παρά της Συρίας (Χρον. Μορ. H 506).
  • 4) Ωφέλιμος, χρήσιμος:
    • καλόν και διαφορικόν (Ξόμπλιν φ. 126r).

[<ουσ. διάφορον + κατάλ. ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφορικός -ή -ό [δiaforikós] Ε1 : (επιστ.) που αναφέρεται σε διαφορές: (μαθημ.) ~ λογισμός, κλάδος των ανώτερων μαθηματικών που ασχολείται με τον υπολογισμό του διαφορικού μιας συνάρτησης. Διαφορικές εξισώσεις, που συνδέουν μια συνάρτηση. || (ιατρ.) Διαφορική διάγνωση, που γίνεται με τον αποκλεισμό άλλων νόσων που έχουν τα ίδια συμπτώματα. || (ως ουσ.) το διαφορικό*.

[λόγ. διαφορ(ά) -ικός μτφρδ. γαλλ. différentiel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες