Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διαφορετικός, επίθ.· διαφορητικός.
-
- Αλλιώτικος, διαφορετικός:
- με λογισμόν καταπολλά διαφορετικόν απ’ εκείνον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Υπόθ. [52]).
[<επίθ. διάφορος αναλογ. με επίθ. σε ‑(ε)τικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Αλλιώτικος, διαφορετικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαφορετικός -ή -ό [δiaforetikós] Ε1 : 1. για κπ. ή για κτ. που διαφέρει, που παρουσιάζει διαφορές από κπ. ή από κτ. άλλο, που δεν είναι ίδιος ή όμοιος με κπ. ή με κτ. άλλο: Δεν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, αλλά για δύο διαφορετικά πρόσωπα. Οι δίδυμοι δεν είναι πάντοτε όμοιοι, μερικές φορές είναι διαφορετικοί. Παιδιά με ίδια ηλικία, με διαφορετική όμως ανάπτυξη. Δεν ταιριάζουν, είναι τελείως διαφορετικοί (χαρακτήρες). Έχουμε διαφορετικά ενδιαφέροντα. Aυτό που λες είναι κάτι διαφορετικό, μια άλλη άποψη ή μια άλλη πλευρά του ζητήματος. || για κπ. ή για κτ. που διαφέρει από τους άλλους, επειδή είναι πολύ καλύτερος: Aυτός είναι ένας ~, ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Πόσο διαφορετική θα μπορούσε να είναι η κατάσταση! 2. (σπάν.) για κπ. ή για κτ. που εμφανίζεται με μορφή διαφορετική από αυτή που είχε προηγουμένως: Γύρισε ~ από το εξωτερικό, αλλαγμένος.
διαφορετικά ΕΠIΡΡ αλλιώς. 1. με διαφορετικό, με άλλον τρόπο: Εγώ το αντιμετωπίζω ~ το πρόβλημα. Aυτός σκέφτεται ~ και όχι όπως οι άλλοι, ορθότερα. Δε γίνεται ~, πρέπει να πάω, δεν υπάρχει άλλη λύση. 2. σε διαφορετική, σε αντίθετη περίπτωση: Φύγε τώρα, ~ θα αργήσεις. [λόγ. < αρχ. διαφορ(ῶ) `παίρνω, λεηλατώ΄ (συν. του διαφέρω), συνοπτ. θ. διαφορη-, σφαλερά κατά το φορώ - φόρεσα αντί διαφορητικός μτφρδ. ιταλ. differente]