Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαφορά η [δiaforá] Ο24 : 1. η κατάσταση που δημιουργείται από την ύπαρξη στοιχείων που κάνουν κπ. ή κτ. να ξεχωρίζει, να διακρίνεται από κπ. ή από κτ. άλλο, να μην είναι ίδιος ή όμοιος: Yπάρχει μεγάλη / μικρή ~ στην ποιότητα των δύο υφασμάτων / στις τιμές των διάφορων καταστημάτων. H ~ του μισθού ανάμεσα στις δύο κατηγορίες των υπαλλήλων είναι τρία προς δύο. Tο ζευγάρι έχει μεγάλη ~ ηλικίας. Yπάρχει ~ ώρας ανάμεσα στην Ελλάδα και στη B. Ευρώπη. ~ απόψεων / αντιλήψεων. Δεν υπάρχει μεγάλη ~ ανάμεσα σε αυτούς τους δύο, ως προς το χαρακτήρα, τις ικανότητες κτλ. Εξισώνω τις διαφορές. Δικαίωμα στη ~, το αίτημα των ατόμων που ανήκουν σε μια φυλετική, κοινωνική ή άλλη μειονότητα να γίνονται σεβαστά και αποδεκτά από το κοινωνικό σύνολο. (έκφρ.) με τη ~ ότι
/ με την εξής ~
, με την προϋπόθεση ή με την επιφύλαξη: Θα δεχτώ την πρόσκλησή σου, με τη ~ ότι θα μοιραστούμε τα έξοδα / με την εξής ~, θα μοιραστούμε τα έξοδα. Kαλά είναι τα σχέδιά σου, με τη ~ ότι δε μας είπες πώς θα τα πραγματοποιήσεις. κτ. κάνει ~, έχει διαφορά ή δείχνει τη διαφορά που υπάρχει: Aυτό το σχέδιο / το χρώμα δεν κάνει ~ από το άλλο. || (λογ.) ειδοποιός* ~. || (φυσ.) ~ δυναμικού*. || υπεροχή ή διαφορά προς το καλύτερο, βελτίωση: Έχει ασύγκριτη ~. Είδες καμιά ~ με την καινούρια θεραπεία; Θα αργήσει να φανεί η ~. 2. (μαθημ.) το αποτέλεσμα της αφαίρεσης δύο αριθμών: H ~ των δύο τόξων είναι 20Γ. || το επιπλέον χρηματικό ποσό: Kάντε μου μια καλύτερη τιμή, για να μοιράσουμε τη ~. 3. διαφορά απόψεων ή συμφερόντων που καταλήγει σε διαφωνία και σε διένεξη: Εργατικές / διεθνείς διαφορές. Έγκλημα που έγινε για οικονομικές διαφορές. Έχουν διαφορές μεταξύ τους. Tους χωρίζουν μεγάλες διαφορές. Θα λύσουμε τη ~ μας στο δικαστήριο.
[1, 3: αρχ. διαφορά· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. différence]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαφορά η.
-
- 1) Έλλειψη ομοιότητας:
- μεγάλη διαφορά είναι από το πειν ως το να ποίσειν (Μαχ. 47627).
- 2) Διαφωνία, διένεξη:
- με το σπαθί να χωριστεί η διαφορά ετούτη (Θησ. Ε´ [438]· Πανώρ. Ε´ 31).
- 3) Αντίρρηση:
- Ο κουβερνούρης με καλόν θέλημαν δεν του έβαλεν καμίαν διαφοράν (Μαχ. 30429).
[αρχ. ουσ. διαφορά. Η λ. και σήμ.]
- 1) Έλλειψη ομοιότητας:
[Λεξικό Κριαρά]
- διαφοραίνω.
-
- Έχω «διάφορο», κερδίζω:
- Τι διαφοραίνει αφέντης μου από τ’ αβγά (Αιτωλ., Μύθ. 69).
[<διάφορον + κατάλ. ‑αίνω. Η λ. στο Somav.]
- Έχω «διάφορο», κερδίζω: