Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαφιλονικώ [δiafilonikó] Ρ10.9α μπε. διαφιλονικούμενος : διεκδικώ ή διαμφισβητώ κτ., συνήθ. στη μπε.: Περιοχή διαφιλονικούμενη από δύο γειτονικές χώρες.
[λόγ. < αρχ. διαφιλονικῶ]