Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαφθορείο το [δiafθorío] Ο39 : μυστικό μέρος όπου εκδίδονται νέες, νέοι ή έγγαμες γυναίκες· (πρβ. πορνείο). || (επέκτ.) μέρος όπου συχνάζουν ανήθικοι άνθρωποι ή το περιβάλλον των ανθρώπων αυτών, που αποτελεί ηθικό κίνδυνο για εκείνους που έρχονται σε επαφή μαζί του: Ορισμένα μπαρ έχουν γίνει διαφθορεία.
[λόγ. διαφθορ(εύς) -είον]