Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαφθείρω [δiafθíro] -ομαι Ρ αόρ. διέφθειρα, απαρέμφ. διαφθείρει, παθ. αόρ. διαφθάρηκα και γ' πρόσ. (λόγ.) διεφθάρη, διεφθάρησαν, απαρέμφ. διαφθαρεί, μππ. διεφθαρμένος* : 1. βλάπτω κπ. ηθικά, τον οδηγώ σε έναν ανήθικο τρόπο ζωής: Tο χρήμα διαφθείρει τον άνθρωπο / τις συνειδήσεις / τα ήθη. || (ειδικότ.) οδηγώ κπ. σε σεξουαλική ανηθικότητα: H ζωή στις μεγαλουπόλεις διαφθείρει τα αθώα κορίτσια. 2. αποπλανώ και διακορεύω: Kαταδικάστηκε, γιατί διέφθειρε ανήλικη. 3. καταστρέφω ένα πνευματικό αγαθό (όταν θέλουμε να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση): Διαφθείρεται η γλώσσα μας.
[λόγ. < αρχ. διαφθείρω]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαφθείρω· διαφτείρνω· διαφτείρω· διαφτέρνω.
-
- Α´ (Μτβ.) καταστρέφω:
- ο Ονάν … εδιάφτειρνεν (ενν. τη σπορά) εις την ηγή (Πεντ. Γέν. ΧΧΧVΙΙΙ 9).
- Β´ (Αμτβ.) διαστρέφομαι (ηθικά):
- εδιάφτειρεν ο λαός σου (αυτ. Δευτ. IX 12).
[αρχ. διαφθείρω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) καταστρέφω: