Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαφημιστικός -ή -ό [δiafimistikós] Ε1 : 1α. που ασχολείται με τη διαφήμιση εμπορικών προϊόντων: Διαφημιστική εταιρεία. Διαφημιστικό γραφείο. ~ πράκτορας. β. που γίνεται ή που χρησιμοποιείται για διαφήμιση: Διαφημιστική εκπομπή / αφίσα / προσφορά. Διαφημιστικό πρόγραμμα / φιλμ. Διαφημιστικά μέσα / φυλλάδια. Διαφημιστική σφήνα, διαφήμιση που παρεμβάλλεται σε ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές. Διαφημιστικά μηνύματα, διαφημίσεις στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Διαφημιστική εκστρατεία, συντονισμένη και έντονη διαφήμιση ενός προϊόντος. 2. (σπάν., ειρ.) που έχει σχέση με την προβολή των ικανοτήτων και της αξίας ενός δημόσιου συνήθ. προσώπου.
διαφημιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. διαφημιστ(ής) -ικός]