Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαφανής -ής -ές [δiafanís] Ε10 : ANT αδιαφανής. 1. για στερεό σώμα που επιτρέπει να περάσουν οι φωτεινές ακτίνες μέσα από τη μάζα του, ώστε να διακρίνονται τα αντικείμενα που βρίσκονται πίσω από αυτό: Διαφανές κρύσταλλο / τζάμι / χαρτί. || Διαφανές ύφασμα, πολύ λεπτό και με αραιή ύφανση. || διαυγής: ~ ατμόσφαιρα, χωρίς σύννεφα ή ομίχλη. 2. (μτφ.) για κτ. που αφήνει να φανεί η πραγματικότητα, που δεν μπορεί να κρύψει ή να συγκαλύψει την αλήθεια: Οι προθέσεις του είναι διαφανείς και μάταια προσπαθεί να μας παραπλανήσει. Οι διορισμοί θα γίνουν με διαφανή τρόπο. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με διαφανείς διαδικασίες.
[λόγ. < αρχ. διαφανής]