Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαφαίνομαι [δiafénome] Ρ (βλ. φαίνομαι) (κυρ. στο γ' πρόσ.) : για κτ. που μόλις αρχίζει να διακρίνεται. 1α. μέσα από μια σειρά γεγονότων ή ενεργειών παρουσιάζονται οι πρώτες ενδείξεις μιας εξέλιξης: Άρχισαν να διαφαίνονται ευοίωνες προοπτικές. Δε διαφαίνεται καμιά ελπίδα στον ορίζοντα. β. για κτ. που γίνεται αντιληπτό, αν και παρουσιάζεται συγκαλυμμένα: Διαφαίνεται κάποια ειρωνεία στα λόγια του. Δεν άφησε να διαφανούν οι προθέσεις του. 2. για κτ. που με δυσκολία μπορεί κάποιος να το διακρίνει με το μάτι: Kάτω από το μεταξωτό της φόρεμα διαφαίνονταν οι γραμμές του κορμιού της, διαγράφονταν.
[λόγ. < αρχ. διαφαίνομαι]