Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαφέρω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφέρω [δiaféro] Ρ πρτ. και αόρ. διέφερα, απαρέμφ. διαφέρει : 1. για κπ. ή για κτ. που τα χαρακτηριστικά του, οι ιδιότητές του τον κάνουν να ξεχωρίζει από κπ. ή από κτ. άλλο, που τον κάνουν να είναι διαφορετικός. ANT μοιάζω: Οι δίδυμοι δε διαφέρουν καθόλου μεταξύ τους. Ο χαρακτήρας τους διαφέρει πολύ. Tα δύο κτίρια διαφέρουν ως προς τη χρήση / τη χωρητικότητα. H γνώμη μου δε διαφέρει πολύ από τη δική σου. Στην περίπτωση αυτή (το θέμα) διαφέρει, όταν παρουσιάζεται μια άλλη πλευρά του ζητήματος. ΦΡ κάποιος / κτ. διαφέρει όσο η μέρα με τη νύχτα, πάρα πολύ. || είμαι ανώτερος, η διαφορά μου από κπ. ή από κτ. άλλο συνίσταται στην υπεροχή μου: Aυτός διαφέρει, δεν είναι σαν τους άλλους. || (απρόσ.) (Σε) τι διαφέρει, αν…, ποια είναι η διαφορά, αν… 2. για κτ. που ποικίλλει, που παρουσιάζεται με διαφορετικές μορφές σε διαφορετικές περιπτώσεις: H έννοια της τιμής διαφέρει από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο.

[αρχ. διαφέρω]

[Λεξικό Κριαρά]
διαφέρω· διαφέρνω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Είμαι διαφορετικός από κάπ. ή κ.:
      • διέφερε πάντων ανθρώπων εις το δυσειδής είναι (Σφρ., Χρον. 6421).
    • 2) (Σε τρίτο πρόσ.) υπάρχει διαφορά:
      • μ’ ανεί διαφέρνει μέσα τους, στέκουνται σ’ άγριον τόπον (Φαλιέρ., Ιστ. 139).
    • 3) Αναφέρομαι σε κ., σχετίζομαι:
      • διά να λαλώ όσον διαφέρνει εις τούτο (Χρον. Μορ. H 5516).
    • 4) Ανήκω σε κάπ.:
      • η ζημία και το κέρδος αυτού διαφέρει (Ελλην. νόμ. 57327).
    • 5) Εξαρτώμαι από κάπ.:
      • ας έλθει το αξίωμά μου, παρακαλώ, ενώπιόν σου να ειπώ ψαλμικώς, μάλιστα αν διαφέρει από το χέρι σου τίποτας (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 22367).
  • II. (Μέσ.) κερδίζομαι:
    • εμέν το πνεύμ’ αν ερωτά πότε χαρά διαφέρεται (Κυπρ. ερωτ. 1518).

[αρχ. διαφέρω. Ο τ. το 13. αι. (LBG). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες