Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διαυγής, επίθ.
-
- Λαμπερός, αστραφτερός:
- στέφανος κρεμάμενος χρύσεος διαυγής τε (Βίος Αλ. 5633).
[αρχ. επίθ. διαυγής. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Λαμπερός, αστραφτερός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαυγής -ής -ές [δiavjís] Ε10 : 1. για υγρό ή για αέριο που, χάρη στην απουσία κάθε ξένου στοιχείου από τη μάζα του, επιτρέπει τη διέλευση των φωτεινών ακτίνων, με αποτέλεσμα να μπορεί κανείς να δει καθαρά μέσα από αυτό. ANT θολός: ~ ατμόσφαιρα. Διαυγή νερά. Kρύσταλλο απόλυτα διαυγές. ANT θαμπό. 2. (μτφ.) για κτ. που το χαρακτηρίζει η ειλικρίνεια ή η σαφήνεια, που δεν καλύπτει, που δε συσκοτίζει τίποτε: Διαυγές βλέμμα. ~ νους / διάνοια.
[λόγ. < αρχ. διαυγής]