Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατύπωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διατύπωση η [δiatíposi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διατυπώνω. 1. προφορική ή γραπτή έκφραση μιας σκέψης με τρόπο που να αποδίδει το πνεύμα και τη διάθεση του υποκειμένου: H έκθεση του μαθητή υστερεί στη ~. H ~ των νόμων πρέπει να είναι σαφής. || Δόθηκε στη δημοσιότητα η τελική ~ του νόμου, με το οριστικό περιεχόμενο. || δήλωση μιας άποψης: Δεν επιτρέπεται η ~ κατηγοριών χωρίς αποδεικτικά στοιχεία. 2. (συνήθ. πληθ.) το σύνολο των γραφειοκρατικών διαδικασιών που πρέπει να γίνουν για να διεκπεραιωθεί μια υπόθεση: Για να πάρεις δάνειο χρειάζονται αρκετές διατυπώσεις. || (προφ.) διαδικασία, συνήθ. περιττή, που δημιουργεί καθυστερήσεις: Άφησε τις πολλές διατυπώσεις και έλα να φύγουμε.

[λόγ. < αρχ. διατύπω(σις) -ση `πλήρης μορφή΄, σημδ.: 1: γερμ. Ausdruck· 2: γαλλ. formalité (κατά τη λ. τυπικός1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες