Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διατυπώνω [δiatipóno] -ομαι Ρ1 : εκφράζω κτ., σε γραπτό ή σε προφορικό λόγο, αποδίδοντας με μια συγκεκριμένη μορφή τις σκέψεις μου: Διατυπώνει τις σκέψεις του με σαφήνεια. Οι αντιρρήσεις του είναι διατυπωμένες με οξύτητα. Ενώ έχει πολλές γνώσεις, δυσκολεύεται να τις διατυπώσει. || Εγώ, αυτό που είπες, θα το διατυπώσω κάπως διαφορετικά, θα δώσω μια κάπως διαφορετική άποψη. Έτσι όπως διατυπώθηκε η συμφωνία, δε μας κατοχυρώνει, οι όροι που περιλαμβάνει, κυρίως όσον αφορά τις λεπτομέρειες. || κάνω γνωστή, δηλώνω μια άποψή μου: Διατύπωσε πολλές επιφυλάξεις για τη σκοπιμότητα του έργου. Διατυπώθηκαν παράπονα / κατηγορίες εναντίον του διευθυντή.
[λόγ. < αρχ. διατυπ(ῶ) -ώνω `εγχαράσσω΄ σημδ. γερμ. ausdrücken]