Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διατυμπάνιση η [δiatimbánisi] Ο33 : διάδοση μιας είδησης ή μιας φήμης, με τρόπο ανοίκειο ή πομπώδη: H ~ ενός μυστικού. Προκαλεί θυμηδία η ~ των δήθεν μεγάλων έργων της κυβέρνησης.
[λόγ. διατυμπανι- (διατυμπανίζω) -σις > -ση]