Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διατρυπώ [δiatripó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : (λόγ.) ανοίγω τρύπα σε ένα σώμα συμπαγές, που το διαπερνά από τη μία πλευρά έως την άλλη: H ξιφολόγχη διατρύπησε το σώμα του.
[λόγ. < αρχ. διατρυπῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- διατρυπώ.
-
- Τρυπώ πέρα για πέρα, διαπερνώ:
- Μετά ήλου … τας ρίνας αυτού διατρυπήσεις (Ορνεοσ. αγρ. 56720).
[αρχ. διατρυπάω. Η λ. και σήμ.]
- Τρυπώ πέρα για πέρα, διαπερνώ: