Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατρητικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διατρητικός -ή -ό [δiatritikós] Ε1 : 1. που μπορεί να προκαλέσει διάτρησηα: Διατρητικό βλήμα, που μπορεί να καταστρέψει θωρακισμένες επιφάνειες. Διατρητικό μηχάνημα, είδος μηχανικού τρυπανιού. 2. που χρησιμοποιείται για διάτρησηβ: Διατρητική μηχανή, συσκευή που ετοιμάζει διάτρητες καρτέλες για την τροφοδοσία του ηλεκτρονικού υπολογιστή.

[λόγ. διατρητ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες