Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διατρανώνω [δiatranóno] -ομαι Ρ1 : εκφράζω, εκδηλώνω δημόσια και πολύ έντονα κτ.: Συγκεντρωθήκαμε εδώ, για να διατρανώσουμε την πίστη μας στα εθνικά ιδεώδη.
[λόγ. < ελνστ. διατραν(ῶ) -ώνω]