Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατρέχω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διατρέχω [δiatréxo] Ρ αόρ. διέτρεξα, απαρέμφ. διατρέξει : (λόγ.) 1α. διανύω μια απόσταση, συνήθ. με πολύ γρήγορο βηματισμό ή με μεγάλη ταχύτητα: Ο αθλητής / το όχημα διέτρεξε την απόσταση σε δεκαπέντε πρώτα λεπτά και σε τριάντα δεύτερα. β. ακολουθώ μια πορεία μέσα από κάποια συγκεκριμένη περιοχή· διασχίζω: Ο Kοσμάς ο Aιτωλός διέτρεξε ολόκληρη την υπόδουλη Ελλάδα, για να διδάξει το Ευαγγέλιο. || Ο Iλισός διέτρεχε την Aθήνα, διέρρεε. || (μτφ.): Ένα ρίγος διέτρεξε το σώμα του / τον διέτρεξε. H φήμη του διέτρεξε την πόλη. ΦΡ ~ κίνδυνο / τον κίνδυνο να…, κινδυνεύω: Ο ασθενής διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο. H χώρα διατρέχει τον κίνδυνο να πτωχεύσει. γ. διανύω ένα χρονικό διάστημα: Διατρέχει το δέκατο έτος της ηλικίας του. Διατρέχουμε την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα. 2. ασχολούμαι με κτ. όχι διεξοδικά, αλλά προσπαθώ με ταχύτητα να αποκτήσω μια γενική και συνοπτική εικόνα: ~ ένα κείμενο / άρθρο, το διαβάζω γρήγορα. Tο βλέμμα του διέτρεξε το χώρο, παρατήρησε διαδοχικά όλα τα σημεία.

[λόγ.: 1: αρχ. διατρέχω· 2: σημδ. γαλλ. parcourir]

[Λεξικό Κριαρά]
διατρέχω.
  • Α´ (Μτβ.) περιοδεύω, περιέρχομαι κάπ. τόπο:
    • πλείστας πόλεις διέδραμον χώρας τε ουκ ολίγας (Διγ. Gr. 2689
    • (προκ. για την τροχιά του ήλιου):
      • (Διγ. Gr. 2643).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1)
      • α) Τρέχω, σπεύδω:
        • Οι άγγελοι διατρέχουσιν να πάρουν την ψυχήν του (Περί ξεν. 93
      • β) (προκ. για χρόνο):
        • (Διγ. Z 3650).
    • 2) Διαρρέω:
      • Ύδωρ ψυχρόν … πανταχού διέτρεχεν εκείνῳ τε τῳ τόπῳ (Διγ. Z 2777).
    • 3) (Προκ. για φήμη) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι:
      • (Διγ. Gr. 3570).
    • 4) (Προκ. για επιδημία, αμτβ. και μτβ.) εξαπλώνομαι:
      • (Συναδ. φ. 82ν
      • μεγάλον θανατικόν εγίνην … και διέδραμεν Μεσίρι, Ανατολή (Συναδ. φ. 82r).

[αρχ. διατρέχω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες