Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διατιμώ [δiatimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : επιβάλλω διατίμηση σε κτ.: Διατιμημένο ψωμί.
[λόγ. < ελνστ. διατιμῶ `υπολογίζω την αξία΄ (διαφ. το αρχ. διατιμῶ `παύω να τιμώ΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- διατιμώ.
-
- Εκτιμώ, υπολογίζω σε χρήμα την αξία πράγματος:
- ο βίος οπού ερρίφθη ουδέν πρέπει να διατιμηθεί παρά μόνον όσον εκούστεψεν (Ασσίζ. 29529).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = (προκ. για προίκα) που η αξία της έχει εκτιμηθεί σε χρήμα (στο προικοσύμφωνο):
- Περί προικός … διατετιμημένης και αδιατιμήτου (Βακτ. αρχιερ. 174).
[αρχ. διατιμάω. Η λ. και σήμ.]
- Εκτιμώ, υπολογίζω σε χρήμα την αξία πράγματος: