Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διατεθειμένος -η -ο [δiateθiménos] Ε3 μππ. του διαθέτω : (για πρόσ.) α. που είναι πρόθυμος, που δέχεται να κάνει κτ.: Δεν είμαι ~ να σε πληρώσω. β. (με επίρρ.): Είναι κάποιος ~ φιλικά / εχθρικά απέναντι σε κπ. / κτ., αισθάνεται φιλία / έχθρα γι΄ αυτόν.
[λόγ.: β: αρχ. διατεθειμένος μππ. του ρ. διατίθημι· α: σημδ. γαλλ. être disposé]