Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διατείνομαι [δiatínome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) ισχυρίζομαι: Διατείνεται ότι δε γνωρίζει το δράστη / ότι είναι αθώος.
[λόγ. < αρχ. διατείνομαι]