Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαταράσσω [δiataráso] -ομαι Ρ2.2 : προκαλώ ανωμαλία σε κτ. που λειτουργεί ομαλά ή βρίσκεται σε κανονική κατάσταση: H αστυνομία καταδιώκει όσους διαταράσσουν τη δημόσια τάξη. Οι σχέσεις των δύο αδελφών διαταράχτηκαν λόγω κληρονομικών διαφορών. Γεγονότα που διαταράσσουν την ψυχική μας ηρεμία. || (ψυχ.) Διαταραγμένη προσωπικότητα.
[λόγ. < αρχ. διαταράσσω `ρίχνω σε σύγχυση΄ σημδ. γαλλ. perturber]