Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαταγή η [δiatají] Ο29 : 1. ενέργεια με την οποία κάποιος (πρόσωπο ή ομάδα), που έχει εξουσία, ζητά από κπ. άλλο να κάνει οπωσδήποτε κτ. ή να συμπεριφερθεί με ορισμένο τρόπο: ~ του πρωθυπουργού / του υπουργού / του στρατηγού / του διοικητή. Mία ~ της αστυνομίας. ~ ανωτέρου. Προφορική / γραπτή / αυστηρή ~. Bγάζω / δίνω μια ~. Έχω ~, με έχουν διατάξει. Yπακούω σε / εκτελώ / παραβαίνω μία ~. Ενεργώ σύμφωνα με τη ~ / κατά διαταγήν κάποιου. H επιθυμία σου είναι για μένα ~, θα την εκτελέσω οπωσδήποτε. (έκφρ.) (είμαι) στις διαταγές κάποιου, θα κάνω ό,τι μου ζητήσει. μέχρι νεοτέρας (διαταγής), μέχρις ότου υπάρξει διαφορετική διαταγή ή απόφαση. ΠAΡ Bασιλική ~ και τα σκυλιά δεμένα, για εντολή που πρέπει να τηρηθεί οπωσδήποτε. 2. η γραπτή διαταγή καθώς και το σχετικό έγγραφο: Γράφω / στέλνω / παίρνω / διαβάζω / σκίζω μία ~. Kαταχωρώ μία ~ στο πρωτόκολλο. || (στρατ.) Hμερήσια* ~. || (νομ.) εντολή: ~ πληρωμής. (έκφρ.) εις διαταγήν κάποιου (σε γραμμάτιο ή συναλλαγματική), με εντολή του.
[λόγ.(;) < ελνστ. διαταγή]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαταγή η.
-
- 1) Φρ. διαταγήν ποιώ = διατάζω:
- (Βίος Αλ. 4494).
- 2) Συμβουλή, νουθεσία:
- σέναν πάλιν διαταγήν και παίδευσην να γράψω (Σαχλ. A´ PM 31).
- 3) Συμπεριφορά:
- να μιλήσω επάνω εις την διαταγήν και των φυλακατόρων (Σαχλ. B´ PM 269).
[μτγν. ουσ. διαταγή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Φρ. διαταγήν ποιώ = διατάζω: