Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διατίμηση η [δiatímisi] Ο33 : καθορισμός από την αρμόδια κρατική υπηρεσία της τιμής ενός αγαθού και ιδίως της (ανώτατης) τιμής πωλήσεως ορισμένου εμπορεύματος: H κυβέρνηση θα επιβάλει ~ στα τρόφιμα. Mπαίνει κτ. στη ~. Εξαιρείται κτ. από τη ~. || Ψωμί διατίμησης.
[λόγ. < ελνστ. διατίμη(σις) -ση `υπολογισμός αξίας΄]