Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατέμνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
διατέμνω.
  • (Μεταφ. προκ. για πτηνά) «σχίζω» (τον αέρα):
    • (Ιερακοσ. 49212).

[αρχ. διατέμνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες