Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διατάσσω ‑ττω· διατάζω· μτχ. παρκ. διαταμένος· διεταγμένος.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Τοποθετώ, τακτοποιώ, διευθετώ:
- καθίζασιν εις τα θρονιά που ’χασιν διαταμένα (Δεφ., Σωσ. 61)·
- όσοι είναι άξιοι τιμής αυτούς να διατάξει απάνω στα οφφίκια (Ιστ. Βλαχ. 1244· Γεωργηλ., Βελ. Λ 384).
- 2)
- α) Δίνω διαταγή, προστάζω:
- στο Φαγαράσι να υπά εκεί τον διατάζει (Σταυριν. 1032)·
- β) επιπλήττω, μαλώνω:
- Πώς σου μιλεί ένας γάιδαρος και δεν τονε διατάσσεις; (Κατζ. Δ´ 308).
- α) Δίνω διαταγή, προστάζω:
- 3) Νουθετώ, συμβουλεύω:
- γιατί ’ξευρε όλα τα πρεπά, πριν άλλος τον διατάξει (Ερωτόκρ. Γ´ 890).
- 1) Τοποθετώ, τακτοποιώ, διευθετώ:
- II. Μέσ., μτβ.
- 1) Διευθετώ, τακτοποιώ:
- εδυνάμωσε το κάστρον και διετάξατο την χώραν (Πανάρ. 796‑7).
- 2) Προστάζω:
- πάσι διατασσόμενος καλώς ετοιμασθήναι (Αχιλλ. N 303).
- 1) Διευθετώ, τακτοποιώ:
[αρχ. διατάσσω. Η λ. και ο τ. διατάζω και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διατάσσω 2 -ομαι : κάνω διάταξη 2 ιδίως των στοιχείων ενός συνόλου.
[λόγ. < αρχ. διατάσσω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διατάσσω 1 [δiatáso] -ομαι Ρ αόρ. διέταξα, απαρέμφ. διατάξει, παθ. αόρ. διατάχθηκα, απαρέμφ. διαταχθεί : διατάζω. (έκφρ.) αποφασίζομεν και διατάσσομεν, για συμπεριφορά αυταρχικού καθεστώτος ή ηγέτη και με επέκταση αυταρχικού ανθρώπου.
[λόγ. < ελνστ. διατάσσω, αρχ. σημ.: `ορίζω την τάξη΄]