Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διατάραξη η [δiatáraksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαταράσ σω: ~ των φιλικών / των κοινωνικών / των επαγγελματικών σχέσεων. ~ της ψυχικής ηρεμίας κάποιου. || (νομ.) ~ της κοινής ησυχίας / της οικιακής ειρήνης. ~ της δημόσιας τάξης. || (αστρον.) παρέκκλιση των ουράνιων σωμάτων από την ελλειπτική τους τροχιά εξαιτίας άλλων ουράνιων σωμάτων. || (μετεωρ.) κατάσταση της ατμόσφαιρας που χαρακτηρίζεται από ισχυρούς ανέμους, βροχές κτλ. || (γεωλ.) αλλαγή της αρχικής θέσης των πετρωμάτων ή διακοπή της συνέχειας ενός γεωλογικού στρώματος και μετακίνηση των τμημάτων του.
[λόγ. διαταρακ- (διαταράσσω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. per turbation]