Παράλληλη αναζήτηση
34 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διάτα η [δjáta] Ο25α : (λαϊκότρ.) διαταγή.
[διατ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- διάτα η.
-
- Διαθήκη:
- εποίησε διάταν φοβερήν ως φρόνιμος οπού ήτον (Χρον. Μορ. H 2444).
[<διατάσσω. Η λ. στο Somav. (διάτα τα) και σήμ. ιδιωμ.]
- Διαθήκη:
- διατά, επίρρ.· γιατά· οδιατά.
-
- Για:
- ο πατήρ μου διατ’ εσένα έβαλε βίγλες (Διγ. Άνδρ. 35136)·
- αραθυμώ, κόρη μου, γιατά σένα (Εκατόλ. Μ 33)·
- πολεμάει γιατ’ εσάς (Πεντ. Δευτ. III 22).
[<συνεκφ. πρόθ. διά και άρθρου τα. Ο τ. γιατά και σήμ. λαϊκ.]
- Για:
- διαταγή η [δiatají] Ο29 : 1. ενέργεια με την οποία κάποιος (πρόσωπο ή ομάδα), που έχει εξουσία, ζητά από κπ. άλλο να κάνει οπωσδήποτε κτ. ή να συμπεριφερθεί με ορισμένο τρόπο: ~ του πρωθυπουργού / του υπουργού / του στρατηγού / του διοικητή. Mία ~ της αστυνομίας. ~ ανωτέρου. Προφορική / γραπτή / αυστηρή ~. Bγάζω / δίνω μια ~. Έχω ~, με έχουν διατάξει. Yπακούω σε / εκτελώ / παραβαίνω μία ~. Ενεργώ σύμφωνα με τη ~ / κατά διαταγήν κάποιου. H επιθυμία σου είναι για μένα ~, θα την εκτελέσω οπωσδήποτε. (έκφρ.) (είμαι) στις διαταγές κάποιου, θα κάνω ό,τι μου ζητήσει. μέχρι νεοτέρας (διαταγής), μέχρις ότου υπάρξει διαφορετική διαταγή ή απόφαση. ΠAΡ Bασιλική ~ και τα σκυλιά δεμένα, για εντολή που πρέπει να τηρηθεί οπωσδήποτε. 2. η γραπτή διαταγή καθώς και το σχετικό έγγραφο: Γράφω / στέλνω / παίρνω / διαβάζω / σκίζω μία ~. Kαταχωρώ μία ~ στο πρωτόκολλο. || (στρατ.) Hμερήσια* ~. || (νομ.) εντολή: ~ πληρωμής. (έκφρ.) εις διαταγήν κάποιου (σε γραμμάτιο ή συναλλαγματική), με εντολή του.
[λόγ.(;) < ελνστ. διαταγή]
- διαταγή η.
-
- 1) Φρ. διαταγήν ποιώ = διατάζω:
- (Βίος Αλ. 4494).
- 2) Συμβουλή, νουθεσία:
- σέναν πάλιν διαταγήν και παίδευσην να γράψω (Σαχλ. A´ PM 31).
- 3) Συμπεριφορά:
- να μιλήσω επάνω εις την διαταγήν και των φυλακατόρων (Σαχλ. B´ PM 269).
[μτγν. ουσ. διαταγή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Φρ. διαταγήν ποιώ = διατάζω:
- διάταγμα το [δiátaγma] Ο49 : χαρακτηρισμός ή ονομασία διαταγών της εκτελεστικής εξουσίας: Προεδρικό / βασιλικό ~. Nομοθετικό / αναγκαστικό ~. || Tο Διάταγμα των Mεδιολάνων.
[λόγ. < ελνστ. διάταγμα]
- διάταγμα το· διάταμα· διάταμαν.
-
- Συμβουλή, νουθεσία:
- αφήνει τα διατάματα και τ’ αρμηνέματα (Ερωτόκρ. Β´ 85).
[μτγν. ουσ. διάταγμα. Η λ. και σήμ.]
- Συμβουλή, νουθεσία:
- διαταγμός ο· διαταμός.
-
- Συμβουλή, νουθεσία:
- σένα πάλιν διαταμούς και παιδεύσεις να γράψω (Σαχλ. A´ P 31 κριτ. υπ).
[<διατάσσω + κατάλ. ‑μός. Η λ. σε Γλωσσάρ. (DGE)]
- Συμβουλή, νουθεσία:
- διαταγός ο· διαταός.
-
- Αυτός που διατάσσει:
- Έρωτα, πρέπει να σε λε … των κορασίδω διαταό (Πανώρ. Ε´ 190).
[<διατάζω ή ουσ. διαταγή· πβ. ποντ. διαταγωγός (13. αι., LBG· νεότ. τ. δä‑ Παπαδ.). Τ. δä‑ και δα‑ σήμ. ποντ. (Παπαδ.). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Αυτός που διατάσσει:
- διατάζω [δiatázo] -ομαι Ρ αόρ. διέταξα, απαρέμφ. διατάξει, παθ. αόρ. διατάχτηκα, απαρέμφ. διαταχτεί : εκδηλώνω την επιθυμία μου: α. ως διαταγή: Σε ~ να σταθείς προσοχή. Ο λοχαγός διέταξε να επιτεθούμε. Διέταξε να θανατώσουν τους αιχμαλώτους. || Διατάξτε!, ως απάντηση ιδίως στρατιωτικού σε ονομαστική πρόσκλησή του από έναν ανώτερο. β. δίνοντας εντολή σε κπ. να κάνει κτ.: Ο γιατρός διέταξε για τον ασθενή ανάπαυση / αυστηρή δίαιτα. || Διατάχτηκε να φύγει για τη νέα του θέση.
[μσν. διατάζω < ελνστ. διατάσσω, αρχ. σημ.: `ορίζω την τάξη΄, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. διαταξ-]