Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασώζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασώζω [δiasózo] -ομαι Ρ αόρ. διέσωσα, απαρέμφ. διασώσει, παθ. αόρ. διασώθηκα, απαρέμφ. διασωθεί : α. σώζω κπ. από κίνδυνο, συνήθ. θανάσιμο: Σωστικά μέσα κάθε είδους αγωνίζονται να διασώσουν τους ναυαγούς. Ο πιλότος του αεροπλάνου διασώθηκε πέφτοντας με αλεξίπτωτο. β. εμποδίζω την καταστροφή ή την απώλεια κάποιου πράγματος, κάποιου υλικού αγαθού: Ό,τι διασώθηκε μετά την πυρκαγιά / από την αρχαία γραμματεία. Nα διασώσουμε το λαϊκό μας πολιτισμό.

[λόγ. < αρχ. διασῴζω]

[Λεξικό Κριαρά]
διασώζω· προστ. διασώθου.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Σώζω κάπ. ή κ. από κίνδυνο:
      • (Κορων., Μπούας 29
      • η σκοτία της νυκτός διέσωσεν και τούτους (Διήγ. παιδ. 1076).
    • 2) Μετακομίζω, φέρνω κ. με ασφάλεια:
      • τα χρήματα κρατώ τα εγώ να τα διασώσω μετά δικαιοσύνης εις τον Έλληνα (Τρωικά 52319· Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 22922).
  • II. Μέσ.
    • 1) Σώζομαι:
      • φυγών διεσώθη (Έκθ. χρον. 324).
    • 2) Δραπετεύω:
      • Διά τον θεόν διασώθου, μηδέν μας χάσουν όλους (Μαχ. 49619).

[αρχ. διασώζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες