Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διασύνδεση η [δiasínδesi] Ο33 : σχέση με ένα κλειστό σύνολο ανθρώπων που ανήκουν σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο, η οποία δίνει τη δυνατότητα για λήψη πληροφοριών, απόκτηση επιρροής κτλ.: Έχει κάποιος διασυνδέσεις με τον πολιτικό / επιχειρηματικό κόσμο. Aποσύρθηκε από την πολιτική, διατηρεί όμως τις διασυνδέσεις του.
[λόγ. δια- σύνδε(σις) -ση]