Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασωλήνωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασωλήνωση η [δiasolínosi] Ο33 : (ιατρ.) 1. αποχέτευση υγρών τραύματος με τη βοήθεια ελαστικού σωλήνα. 2. εισαγωγή ειδικού σωλήνα μέσα στο λάρυγγα για τη διευκόλυνση της αναπνοής: Ο ασθενής χρειάζεται ~.

[λόγ. δια- σωλήν(ας) -ωση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες