Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασφαλίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασφαλίζω [δiasfalízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κάνω κτ. ασφαλές, το προστατεύω από κινδύνους παίρνοντας σχετικά μέτρα: Nα διασφαλίσουμε τους θεσμούς / τη δημοκρατία / τα σύνορά μας. ~ τη θέση μου.

[λόγ. < ελνστ. διασφαλίζομαι με τροπή σε ενεργ. κατά το ασφαλίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες